Τετάρτη 3 Ιουνίου 2009

Aμφισβήτιση από Τουρκία Οριοθετήσεων και Μέτρων Διαχείρησης με Αμυντικό Προσανατολισμό

Καθηγητής Άγγελος Γιόκαρης
A. Εισαγωγικά:
1. Αμφισβήτηση συμφωνημένου πλαισίου «γειτονίας»
Η Τουρκία κατά διαστήματα, και ιδίως μετά το 1974, προέβη σε καταγγελίες κατά της Ελλάδας σχετικά με την άσκηση των αρμοδιοτήτων της στην περιοχή ευθύνης του F.I.R. Αθηνών.
Επιπλέον, επεσήμανε την ύπαρξη - κατά την άποψη της - στο Αιγαίο «γεωγραφικών σχηματισμών αδιευκρίνιστης κυριαρχίας», καθώς και την ανάγκη προσδιορισμού και οριοθετήσεως θαλασσίων συνόρων Ελλάδος - Τουρκίας κατά μήκος του ανατολικού τμήματος του F.I.R. Αθηνών.

Σημειώνεται σχετικά ότι η Τουρκία είναι συμβαλλόμενο μέρος ή δεσμεύεται - σε όλες τις διεθνείς πολυμερείς Συνθήκες που ρυθμίζουν το καθεστώς κυριαρχίας ή δικαιοδοσιών στο Αιγαίο, χωρίς να τις έχει μέχρι στιγμής αμφισβητήσει με προσφυγή σε διεθνείς τυπικές δικαιοδοτικές διαδικασίες.
Μάλιστα η Τουρκία εμφανίζεται, με την μεταγενέστερη πρακτική της, να έχει και πραγματικά αποδεχθεί το διεθνές νομικό καθεστώς του Αιγαίου με μονομερείς κυβερνητικές πράξεις που επιφέρουν διεθνή έννομα αποτελέσματα. Οι πράξεις αυτές εμφανώς λαμβάνουν υπόψη το καθεστώς οριοθετήσεων στο Αιγαίο, καθώς, βάσει διεθνών τυπικών διαδικασιών, η συμφωνημένη οριοθέτηση των FIRs Αθηνών και Istanbul εμφανίζει την οριοθετική γραμμή να διέρχεται ανατολικά των υπό ελληνική κυριαρχία νήσων του Ανατολικού Αιγαίου - σύμφωνα με τις διεθνείς συμβάσεις στις οποίες μετέχει ή που δεσμεύουν την Τουρκία.
Το πρόβλημα με τις προβαλλόμενες αμφισβητήσεις εκ μέρους της Τουρκίας διαφόρων στοιχείων του διεθνούς νομικού καθεστώτος του Αιγαίου είναι ότι θεωρεί, δεκαετίες ολόκληρες μετά την - με την ενεργό συμμετοχή, δέσμευση και, εν τοις πράγμασι, εκδηλωθείσα, μονομερή αποδοχή της - διαμόρφωση οριοθετήσεων ζωνών κυριαρχίας ή περιοχών ασκήσεως επιμέρους διεθνών δικαιοδοσιών στο Αιγαίο, ότι η με την Συνθήκη της Λωζάννης (1923) παραίτηση υπέρ της Ελλάδος των κυριαρχικών δικαιωμάτων της επί νησιών στο Ανατολικό Αιγαίο και η μεταγενέστερη εκ μέρους της αποδοχή άλλων οριοθετήσεων στην κρίσιμη γι’αυτήν περιοχή λειτουργεί μειονεκτικά για τα τουρκικά εθνικά συμφέροντα.
Οι τουρκικές διεκδικήσεις αφορούν την «ελεύθερη», όπως αυτή το εννοεί, πρόσβαση των στρατιωτικών της μέσων, πλοίων και αεροσκαφών, στα τμήματα ανοικτής θαλάσσης και διεθνούς εναερίου χώρου στο Αιγαίο. Η πρόσβαση όμως αυτή ρυθμίζεται από το Δίκαιο της Θάλασσας και το Διεθνές Δίκαιο του εναερίου χώρου, στο θεσμικό πλαίσιο του οποίου μετέχει συμβατικά η Τουρκία ή δεσμεύεται εθιμικά.
Το πρόβλημα, συνεπώς, για την Τουρκία ουσιαστικά είναι πολιτικό, και συνίσταται στο ότι σε ανύποπτο χρόνο αποδέχτηκε οριοθετήσεις, σε ζώνες θαλάσσης και εναέριες και, μεταγενέστερα, ιδίως μετά το 1974, όταν διαμόρφωσε μια σαφή εξωτερική πολιτική διεκδικήσεων κατά της Ελλάδας, συνειδητοποίησε ότι το συμφωνημένο πλαίσιο γειτονίας με την Ελλάδα ήταν -κατά την τουρκική άποψη πάντοτε - δυσμενές γι’αυτή.
Αυτό όμως το συμφωνημένο πλαίσιο οριοθετήσεων δεν μπορεί μονομερώς να αναδιαταχθεί από την Τουρκία ούτε να αναθεωρηθεί - σε επίπεδο διεθνών διαδικασιών - χωρίς την σύμφωνη γνώμη της Ελλάδας.

2. Προβολή «ζωτικών συμφερόντων»
Η Τουρκία, κατά διαστήματα, για να δικαιολογήσει τα «ζωτικά συμφέροντα» που προβάλλει, αναφέρεται στις «επεκτατικές» βλέψεις της Ελλάδας. Ισχυρίζεται ότι η «ισορροπία» της «Λωζάνης» ανετράπη:
1) Με την οριοθέτηση, το 1931, εναερίου χώρου 10 ν.μ.
2) Με την επέκταση, το 1936, της αιγιαλίτιδας ζώνης από 3 ν.μ. σε 6 ν.μ.,
3) Με την «ανοχή» που επέδειξε, το 1950, στην Περιοχική Συνδιάσκεψη Αεροναυτιλίας στην Istanbul, αποδεχόμενη συντεταγμένες για την οριοθέτηση των FIRs Istanbul και Αθηνών που κακώς εκείνη την εποχή κατά δήλωσή της ταύτισε με τα δυτικά προς την Ελλάδα θαλάσσια σύνορά της,
4) Με τη διεκδίκηση, εκ μέρους της Ελλάδας, δικαιωμάτων διαχείρησης του FIR Αθηνών που δεν προβλέπονται από τον ICAO,
5) Με την άρνηση της Ελλάδας να συνεργασθεί με την Τουρκία για την οριοθέτηση περιοχών ευθύνης για έρευνα – διάσωση και την οχύρωση των νησιών του Ανατολ. Αιγαίου που, κατά την άποψη της Τουρκίας, πρέπει να είναι αποστρατικοποιημένα.


Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί ότι η ανάπτυξη των διεθνών σχέσεων και η εξέλιξη της τεχνολογίας επέφεραν σημαντικές διαφοροποιήσεις στο διεθνές δίκαιο της θάλασσας και του εναερίου χώρου. Νέες ζώνες δικαιοδοσίας, ναυτικές και εναέριες (υφαλοκρηπίδα, ΑΟΖ, FIR, περιοχές ευθύνης για έρευνα και διάσωση) διαμορφώθηκαν, με αποτέλεσμα να τίθεται το πρόβλημα της εξάρτησής τους από συγκεκριμένο, κατά περίπτωση, παράκτιο κράτος και της οριοθέτησής των με αναφορά σε διεθνώς αναγνωρισμένα θαλάσσια και εναέρια σύνορα.
Αυτή η σύμπτωση των «συγκυριών» έδωσε τη δυνατότητα στην Τουρκία να θέσει υπό αμφισβήτηση το νομικό καθεστώς του Αιγαίου, όπως είχε διαμορφωθεί το 1923, σε θέματα που, κατά την άποψή της, δημιουργούσαν εις βάρος της μειονεκτήματα.
Η τουρκική προσέγγιση εκφράζεται με ένα σύνολο προβλημάτων, που αναφέρονται:
1) στην οριοθέτηση των αιγιαλίτιδων ζωνών – και, αντιστοίχως, του υπερκείμενου εναέριου χώρου
2) στον επαναπροσδιορισμό των ορίων των FIRs Istanbul και Αθηνών και των ζωνών ευθύνης για αεροναυτική έρευνα – διάσωση,
3) τη διασαφήνιση της στρατιωτικής παρουσίας – και των στρατιωτικών δραστηριοτήτων – των δύο κρατών στο Αιγαίο (που επισύρουν και αξιώσεις αποστρατικοποίησης) και
4) στην οριοθέτηση ζωνών οικονομικής εκμετάλλευσης, όπως η υφαλοκρηπίδα.

Μέσω αυτών των διεκδικήσεων, η Τουρκία επιδιώκει την επιβεβαίωση ενός δικαιώματος ελέγχου σε θαλάσσιες και εναέριες ζώνες του Αιγαίου, επί των οποίων είχε, κατ’αρχήν, παραιτηθεί υπέρ της Ελλάδος με βάση τη Συνθήκη της Λωζάνης του 1923 περί ειρήνης.
Αναφέρεται, μάλιστα, στην ύπαρξη «ζωτικών της» συμφερόντων:
Στις 8 Ιουλίου 1997, στα περιθώρια της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ στη Μαδρίτη, Τουρκία και Ελλάδα συμφώνησαν στην έκδοση Κοινού Ανακοινωθέντος στο οποίο, μεταξύ άλλων, διακήρυξαν «την ανάγκη σεβασμού των εκατέρωθεν σύννομων, ζωτικών συμφερόντων και ενδιαφερόντων εις το Αιγαίο, που είναι μεγάλης σημασίας για την ασφάλειά τους και την εθνική τους κυριαρχία».
Η Τουρκία, επωφελούμενη οποιασδήποτε διαδικαστικής ευχέρειας της παρουσιάζεται, προβάλλει την πολιτική απαίτηση για διαμόρφωση «νέων» σχέσεων καλής γειτονίας στον εναέριο χώρο του Αιγαίου, που μικρή σχέση έχουν με τη συνεργασία των αρμοδίων αρχών των δύο γειτονικών Κρατών και τη βελτίωση της ομαλής και ασφαλούς διακίνησης της πολιτικής αεροπλοΐας, δίδοντας το βάρος στην αποδυνάμωση των ελληνικών αρμοδιοτήτων και στη θεσμική κατοχύρωση των στρατιωτικών της δραστηριοτήτων, που χαρακτηρίζει ως «συνήθεις στρατιωτικές δραστηριότητες» (!)

Β. Η «καθυστερημένη» αμφισβήτηση της οριοθέτησης των 10 ν.μ.
Το πρόβλημα που τίθεται είναι αν η αποχή εκ μέρους της Τουρκίας από κάθε αμφισβήτηση του εύρους του ελληνικού εναερίου χώρου - νομική αμφισβήτηση, με βάση τις προβλεπόμενες διεθνείς διαδικασίες, μέχρι σήμερα, και έμπρακτη αμφισβήτηση, τουλάχιστον μέχρι το 1974 - θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι οφείλεται σε συνείδηση νομικής της υποχρεώσεως περί σιωπηράς αποδοχής – ελλείψει διαμαρτυρίας – μιάς διαμορφωμένης νομικής κατάστασης.
Η «διαμαρτυρία» (protest, protestation) είναι μια μονομερής κρατική πράξη, που σκοπεύει στη διαφύλαξη ενός δικαιώματος του Κράτους Α που απειλείται από μονομερή κρατική πράξη του Κράτους Β. Κατά περιεχόμενο, η διμαρτυρία συνίσταται στη μη αναγνώριση, στη μνονμερή πράξη του Κράτους Β, διεθνών έννομων αποτελεσμάτων, αντιτάξιμων κατά του Κράτους Α.
Η έλλειψη διαμαρτυρίας αποτέλεσε αντικείμενο εξέτασης από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.
Στην υπόθεση του «Temple de Preah-Vihear», η έλλειψη διαμαρτυρίας θεωρήθηκε ότι οδηγεί σε σιωπηρά συναίνεση. Η διαμαρτυρία πρέπει να εκδηλωθεί άμεσα δια των αρμοδίων οργάνων και χωρίς καθυστέρηση, ιδίως αν η πράξη του καθ’ού απευθύνεται Κράτους επιφέρει μόνιμα αποτελέσματα (CIJ, Rec. 1962, σελ. 23).
Η ίδια θέση είχε διαμορφωθεί και στην «υπόθεση αλιείας» επί διαφοράς μεταξύ Ηνωμένου Βασιλείου και Νορβηγίας: έλλειψη διαμαρτυρίας επί μακρόν τεκμαίρει συναίνεση (Anglo-Norwegian fisheries case, ICJ, 1951, σελ. 138-139).
Η διαμαρτυρία, εξάλλου, ενόψει μόνιμης κατάστασης, πρέπει να είναι επαναλαμβανόμενη (Chamizal Arbitration, Chamizal boundary dispute, 1963, USA-Mexico), μια μακρά δε σιωπή μπορεί να οδηγήσει στην εγκατάλειψη της διεκδίκησης-αμφισβήτησης (Minquiers-Ecrehos case, UK-France, 1953, ICJ Pleadings, σελ. 269).
Η νομολογία αυτή καλύπτει και τη μακρά αποχή της Τουρκίας και την άπαξ μόνο (1932) εκδηλωθείσα αντίδραση του Ηνωμένου Βασιλείου (με ρηματική διακοίνωση προς Ελλάδα).
Σε δικονομικό επίπεδο, η έλλειψη διαμαρτυρίας, η παθητική συμπεριφορά που συνιστά συναίνεση, νομιμοποιεί τη δικονομική ένσταση του estoppel (Temple de Preah-Vihear, CIJ, Rec. 1962, σελ. 23, Affaire de la délimitation de la frontière maritime dans la région du Golfe de Maine, CIJ, Rec. 1984, § 130, σελ. 305).
Σε σχέση, εξάλλου, με τον ισχυρισμό της Τουρκίας ότι έλαβε γνώση της οριοθέτησης των 10 ν.μ. μόνο το 1974, όταν αυτή δημοσιεύθηκε στο AIP Greece, το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης έκρινε ότι η γνώση της πράξης τεκμαίρεται από της δημοσιεύσεώς της στην Επίσημη Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (Anglo-Iranian Oil Co. Case, 1952, ICJ, σελ. 107).
Σύμφωνα με την απόφαση αυτή, η Τουρκία θεωρείται ότι εγνώριζε περί της ελληνικής οριοθέτησης από της δημοσιεύσεως του Π.Δ. του 1931 στο ΦΕΚ.
Όμως, υπάρχει και αντίθετη νομολογία:
Στην Dubai-Sharjah Border Arbitration (1981) εκρίθη ότι η διαμαρτυρία δεν είναι απαραίτητο να υποβληθεί μόλις το θιγόμενο Κράτος γίνει «γνώστης», αλλά αρκεί να γίνει ευθύς ως διαπιστώσει ότι συγκεκριμένη πράξη ετέρου κράτους είναι επιζήμια στα δικαιώματά του.
Η απόφαση αυτή ευνοεί την Τουρκία, η οποία υποστηρίζει ότι ζώνες κυριαρχίας ή δικαιοδοσίας που έχει ανακηρύξει η Ελλάδα από μακρού χρόνου θίγουν τα «ζωτικά της συμφέροντα» στο Αιγαίο με βάση νεώτερες εξελίξεις του διεθνούς δικαίου της θάλασσας και του εναερίου χώρου.
Η Τουρκία υποστηρίζει ότι η απλή αποχή δεν επιτρέπει τη συναγωγή του συμπεράσματος ότι το απέχον Κράτος είχε συνείδηση ενός τέτοιου νομικού καθήκοντος: «…silence would not be considered as a consent since the claim is not capable of becoming a source of a legal right» (Lotus case, PCIJ, 1927, Ser. A, No 10, σελ. 18 επ.).
Και, βέβαια, σημειώνει ότι αυτό κατ’ουδένα τρόπο μπορεί να γίνει δεκτό, εφόσον στα θέματα ελευθερίας της αεροπλοΐας υπεράνω της ανοι¬κτής θάλασσας έχουν μεσολαβήσει από το 1919 μέχρι σήμερα δυο κωδικοποιήσεις του δικαίου του εναερίου χώρου (οι Συμβάσεις των Παρισίων του 1919 και του Σικάγου του 1944) και δυο κωδικοποιήσεις του δικαίου της θάλασσας (οι Συμβάσεις της Γενεύης του 1958 και η νέα Σύμβαση των Η.Ε. του 1982), οι οποίες δεν αναγνωρίζουν τέτοιες δικαιοδοσίες στα κράτη.

Γ. Αμφισβητήσεις οριοθετήσεων FIR και θαλασσίων συνόρων
1. - Η οριοθέτηση του FIR Αθηνών
Οι διευθετήσεις για την οριοθέτηση των FIRs της Περιοχής Αεροναυτιλίας Ευρώπης έγιναν στα πλαίσια της τρίτης (Παρίσι 1952) και τετάρτης (Γενεύη 1958) Περιοχικών Συνδιασκέψεων Αεροναυτιλίας Ευρώπης , των οποίων οι «Συστάσεις» (Recommendations) και οι σ’αυτές περιεχόμενες Περιοχικές Συμφωνίες Αεροναυτιλίας περί οριο¬θετήσεων των FIRs ή αναδιατάξεως των ορίων των έγιναν αποδεκτές από το Συμβούλιο του ΙCAO κατά τις συνεδριάσεις του της 23.6.1952 και 15.5.1958.
Όι προπαρασκευαστικές εργασίες για την οριοθέτηση των FIRs Athinai και Istanbul ολοκληρώθηκαν κατά τη διάρκεια του Second Middle East Regional Air Navigation Meeting (Istanbul October-November 1950).
Στο Final Report προς το Συμβούλιο του ICAO, η «Επιτροπή Κανόνων Εναερίου Χώρου και Ελέγχου Εναερίου Κυκλοφορίας» πρότεινε προς το Συμβούλιο τη Recommendation No 1 (και την περιεχόμενη σ’αυτή Συμφωνία Αεροναυτιλίας), η οποία αναφέρεται στην οριοθέτηση των ανατολικών ορίων του FIR Αθηνών και των δυτικών ορίων του FIR Istanbul, τα όρια των οποίων συμπίπτουν κατά μήκος των, στο ανατο¬λικό Αιγαίο, ελληνοτουρκικών θαλασσίων συνόρων. Πράγματι, στα σημ. 2.1 του Final report προς το Συμβούλιο (που περιέχει τη Recommendation No 1) σημειώνεται ότι από την τουρκική Αντιπροσωπεία και την ελληνική Αντιπροσωπεία δόθηκαν, προς το σκοπό της οριοθέτησης των αντίστοιχων FIRs, οι συντεταγμένες των, εις το ανατολικό Αιγαίο, θαλασσίων συνόρων τους, δυτικών θαλασσίων συνόρων για την Τουρκία, ανατολικών θαλασσίων συνόρων για την Ελλάδα. Οι αντίστοιχες συντεταγμένες συμπίπτουν απόλυτα. To Final Report και η περιεχόμενη στο σημ. 2.1 Recommendation No 1 εγκρίθηκαν ομόφωνα από το Συμβούλιο του ICAO στη συνεδρίαση του της 14.12.1950.
Πρέπει να σημειωθεί ότι η Τουρκία, κατά την προπαρασκευαστική Σύνοδο Αεροναυτιλίας του 1950, δεν είχε εκδηλώσει πρόθεση ανάληψης ευθύνης για τμήματα εναερίου χώρου πέραν των χωρικών της υδάτων.
Πράγματι, στην παράγραφο 2.1 του Document 7055/MID/2/RAC που περιλαμβάνει την Περιοχική Συμφωνία Αεροναυτιλίας και τις συστάσεις προς το Συμβούλιο του ICAO, αναφέρεται η Recommendation No 1, στην οποία η Τουρκία, δίνοντας συντεταγμένες για την εν λόγω οριοθέτηση, αναφέρεται ευθέως στα δυτικά θαλάσσια σύνορα της, καθ’όσον οι συμφωνηθείσες από την Τουρκία συντεταγμένες αναφέρονται ως εξής: «3555Ν-3000Ε, thence following the western frontier of Turkey to 4045N-2610E...», πράγμα που σημαίνει ότι η Τουρκία είχε αποδεχθεί οριοθετική του FIR γραμμή ως συμπίπτουσα με προϋφισταμένα ήδη οριοθετημένα θαλάσσια σύνορα.
Κατόπιν της ως άνω οριοθετήσεως στο AIP-TURKEY (AERONAUTICAL INFORMATION PUBLICATION), έκδοση 18.8.1994, η Τουρκία περιγράφει τα όρια του Istanbul FIR με τις συμφωνηθείσες συντεταγμένες και χρησιμοποιώντας την φράση: «And along Turkish Territorial waters and boundaries», πράγμα που αποτελεί μια πρόσθετη απόδειξη ότι η βούληση της Τουρκίας ήταν ακριβώς η σύμπτωση της οριοθετικης γραμμής FΙR με εκείνη των προϋφισταμένων θαλασσίων συνόρων όπως προαναφέρονται. Και βεβαίως η οριοθέτηση των θαλασσίων αυτών συνόρων έγινε με συντεταγμένες που σαφώς αντιστοιχούν στα σημεία στίξεως που προβλέπονται στις Ιταλο-τουρκικές συμφωνίες της 4.1.1932 και 28.12.1932 όσον αφορά τα Δωδεκάνησα.
Η πεποίθηση της Τουρκίας ότι η ανωτέρω οριοθέτηση του FIR συμπίπτει πράγματι με τα προαναφερόμενα θαλάσσια σύνορα αποδεικνύεται επιπλέον και από την οριοθετικη γραμμή η οποία εμφαίνεται στον χάρτη της Τουρκικής Υπηρεσίας Πολιτικής Αεροπορίας με κλίμακα 1: 1.000.000, εκδοθέντα το 1953 και εγκριθέντα από τον ΙCAO, η οποία έχει αναντιρρήτως οριοθετικό χαρακτήρα καθώς αναφέρονται εκατέρωθεν των εν λόγω γραμμών τα ονόματα της Ελλάδος και Τουρκίας [Χάρτης υπ’αριθμ. 2342 του 1953 με τίτλο «EGE ADALARI» («Νήσοι Αιγαίου»)]. Ο χάρτης έχει κατατεθεί στη στη Διεύθυνση Αεροναυτικών Χαρτών του ICAO, σύμφωνα και με την απαίτηση του Παραρτήματος 4 της Συμβάσεως του Σικάγου περί Αεροναυτικών Χαρτών (έκδοση 2001), που πρίζει στο σημ. 2.10.1 «International boundaries shall be shown».
Στο σημείο αυτό, πρέπει από τώρα να σημειωθεί ότι η Ελλάδα δήλωσε στη Συνδιάσκεψη Αεροναυτιλίας του 1950 (και δημοσίευσε στο AIP) ότι, για το Ανατολικό Αιγαίο, η οριοθετική γραμμή μεταξύ των FIRs Αθηνών και Istanbul «ακολουθεί τα ανατολικά σύνορα της Τουρκίας», ακριβώς διότι τα όρια του FIR στα τμήματα μεταξύ των εκβολών Έβρου-Σαμοθράκης-Λήμνου-Μυτιλήνης, Μυτιλήνης-Χίου, Χίου-Σάμου και Ρόδου-Καστελλόριζου, δυτικά της οριοθετικής γραμμής αντιστοιχούν σε περιοχές ανοικτής θάλασσας και συνεπώς δεν συμπίπτουν με συμφωνημένα ελληνο-τουρκικά θαλάσσια σύνορα, γεγονός που σε μεταγενέστερο χρόνο επεσήμανε και η Τουρκία.
Είναι, πράγματι, γεγονός ότι η οριοθέτηση των FIRs Αθηνών και Istanbul, όπως συμφωνήθηκε με τις δηλωθείσες συντεταγμένες κατά τη Συνδιάσκεψη Αεροναυτιλίας του 1950, διέρχεται νοτίως του Έβρου από τμήματα της ανοικτής θάλασσας, πέραν των χωρικών υδάτων των 6 ν.μ. της Τουρκίας (18 ν.μ. νοτιοανατολικά της Μαρμαρίδος και 22 ν.μ. νοτιοδυτικά της Τενέδου), ενώ, σε ορισμένα σημεία διέρχεται και μέσω τουρκικών χωρικών υδάτων, 2 ν.μ. βορειοδυτικά του «Karaburun».
Το ίδιο συμβαίνει, με βάση τις συμφωνημένες συντεταγμένες του 1950, και νοτίως της Ρόδου, όπου η οριοθέτηση διέρχεται μέσω τμημάτων της ανοικτής θάλασσας.
Οι οριοθετήσεις αυτές βασίζονται, αφ’ενός μεν στο Πρωτόκολλο των Αθηνών της 3.11.1926, μεταξύ Ελλάδος-Τουρκίας και, αφ’ετέρου, στο Πρωτόκολλο της 28.12.1932 μεταξύ Ιταλίας-Τουρκίας, την ισχύ του οποίου αμφισβητεί η Τουρκία.
Και στις δύο όμως περιπτώσεις, έχουμε οριοθέτηση θαλασσίων συνόρων στην ανοικτή θάλασσα ή και εντός της ζώνης των χωρικών υδάτων της Τουρκίας, εντός της ζώνης των 6 ν.μ., βορειοδυτικά του «Karaburun».

Συνεπώς, η συμφωνημένη, το 1950, οριοθέτηση των δύο FIRs δεν αντιστοιχεί σε συμφωνημένα θαλάσσια σύνορα, στα σημεία που αναφέρθηκαν διότι, κατά το διεθνές δίκαιο, η διέλευση «πολιτικού συνόρου» στην ανοικτή θάλασσα ή μέσω των χωρικών υδάτων δεν συνάδει με την έννοια των «διεθνών πολιτικών συνόρων».

2. - Αμφισβητήσεις ορίων
Η Τουρκία ναι μεν συμφώνησε το 1952 με τις οριοθετήσεις των FIRs Αθηνών και Istanbul – και μάλιστα δημοσίευσε και κατέθεσε στον ICAO, το 1953, αεροναυτικό χάρτη πλήρως ταυτισμένο με τις συμφωνηθείσες οριοθετήσεις αλλά, μετά το 1987, άρχισε μια προοδευτική τακτική αμφισβητήσεων.

α. Στην 5η Συνδιάσκεψη των Η.Ε. (18-31.8.1987) «on the standardization of geographical names», ο εκπρόσωπος της Τουρκίας σημείωσε ότι:
«...in referring to maps produced by Greece, …the indication of administrative boundaries in the Aegean Sea might be misinterpreted politically, and should therefore be avoided»
(Report of the Conference, UN, N.Y. 1988, σημ. 31).

β. Πέραν του διεθνώς επίσημου χάρτη του 1953, που έχει καταθέσει στον ICAO – σε συμμόρφωση με την υποχρέωση εκ του Annex 4 περί αεροναυτικών χαρτών, σύμφωνα με την οποία (σημ. 2.10.1: «International boundaries shall be shown») – έχει εκδώσει αεροναυτιλιακό χάρτη (Air Navigation Chart), με ημερομηνία 10 Σεπτ. 1998, που αποτελεί τμήμα του Εγχειριδίου Αεροναυτικών Πληροφοριών Τουρκίας (τ. Ι, ENR6-1/27 Dec. 2001) , στον οποίο δεν αναγράφονται οι λέξεις ATHINAI FIR ούτε NICOSIA FIR, ούτε έστω GREECE ή CYPRUS, ούτε υπάρχει η διαχωριστική γραμμή που ορίζει τα όρια των FIRs των τριών χωρών (τριεθνής) με την εγκριθείσα από τον ICAO συντεταγμένη 3605Ν3000Ε (παλαιό σύστημα γεωδαισίας), εν αντιθέσει με όλα τα άλλα όμορα Κράτη.

γ. Με την αναγγελία TU/AIR/SUP/Nr. 05-00/18-5.00, η Τουρκία κατάργησε το σημείο εισόδου-εξόδου από/προς FIR Αθηνών-Istanbul «ΑΜΑΝΙ».
Η ενέργεια αυτή αποσκοπεί στην παρεμπόδιση διασυνοριακής διασύνδεσης διεθνών αεροδιαδρόμων σε σημεία επί των θαλασσίων ορίων των FIR Αθηνών-Istanbul, τα οποία η Τουρκία αμφισβητεί εφ’όσον θεωρεί ότι δεν υπάρχουν συμφωνημένα ελληνο-τουρκικά θαλάσσια σύνορα – επί των οποίων βασίσθηκε το 1950 η οριοθέτηση των FIRs – και αφ’ετέρου διέρχονται υπεράνω νησιών τα οποία η Τουρκία θεωρεί ότι πρέπει να είναι αποστρατικοποιημένα.

δ. Η ενέργεια αυτή αμφισβητήσεως τυχόν συμφωνημένων ελληνοτουρκικών θαλασσίων συνόρων συνδυάζεται και με τη ΝΟΤΑΜ Α0240/1999 (που δημοσιεύθηκε και στο AIP Turkey, Gen. 3.1-3/27 Dec. 2001), σύμφωνα με την οποία:
«the portion of Istanbul-Athens FIR boundary between point 360456N-0295958E in the south and the point coinciding with the beginning of Turkish-Greek land border in the north, by its definition, does not reflect any legally determined maritime area or territorial sea boundary delimitation among the parties on an agreed practice. Therefore, any presentation or reference to that part of Istanbul-Athens FIR boundary between the points mentioned above is purely fictitious and without legal basis».
Σε απάντηση, η Ελληνική Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας δημοσίευσε ΝΟΤΑΜ, σύμφωνα με την οποία:
«Ref. Turk. NOTAM 0240/90
In accordance with the Regional Air Navigation Agreement reached in the Second Middle East Regional Air Navigation Meeting (Istanbul 1950), the Istanbul-Athens F.I.R. boundary between points 4045N. 2610E and 3555N. 3000E, coincides with the western frontier of Turkey. This agreement was subsequently approved by the ICAO Council on 14 December 1950 (Doc. 7055, MID/2-RAC).
Furthermore, the said Istanbul-Athens F.I.R. boundary was depicted on map no 7, attached to the Regional Air Navigation Agreement, which was reached in the 3rd Regional Air Navigation Conference (Paris 1952) and subsequently approved by the ICAO Council on 23 June 1952.
Consequently, Istanbul-Athens F.I.R. boundary between the above-mentioned points lies on an International Agreement approved by ICAO and accepted by both Greece and Turkey».

Το ζητούμενο, βέβαια, είναι αν πράγματι η επέκταση νοτίως του ποταμού Έβρου της συμφωνημένης, βάσει της Συμφωνίας του 1926, μέσης γραμμής στην «ανοικτή θάλασσα» και νοτίως της Ρόδου, βάσει του Πρωτοκόλλου της 28.12.1932, μεταξύ Τουρκίας-Ιταλίας, αντιπροσωπεύει νόμιμες εξ επόψεως διεθνούς δικαίου οριοθετήσεις.

3. – Το πρόβλημα των «συμφωνημένων» ελληνοτουρκικών θαλασσίων συνόρων
H Τουρκία, για να αποφύγει την προβολή του επιχειρήματος ότι υπάρχουν συμφωνημένα ελληνοτουρκικά θαλάσσια σύνορα στο ανατολικό Αιγαίο, αμφισβήτησε την αρχή της «μέσης γραμμής» λόγω των δυσκολιών της εφαρμογής της όταν μεταξύ δύο γειτονικών κρατών επικρατούν ειδικές γεωγραφικές συνθήκες (Τρίτη Συνδιάσκεψη για το δίκαιο της θάλασσας, Official Records, τ. ΙΙ, σελ. 104).
Πράγματι, Ο μόνος περιορισμός που ετίθετο στη Σύμβαση της Γενεύης (άρθρο 12) και επαναλαμβάνεται στη νέα Σύμβαση του 1982 (άρθρο 15) είναι ότι η οριοθέτηση ζωνών των χωρικών υδάτων κρατών σε περιοχές που οι ακτές των είναι παρακείμενες ή η μία απέναντι στην άλλη δεν μπορεί να υπερβεί, πλην αντίθετης συμφωνίας μεταξύ των γειτονικών κρατών, τη μέση γραμμή με βάση τις γραμμές βάσεως από τις οποίες μετράται το πλάτος της αιγιαλίτιδας ζώνης. Συνεπώς, κανένα από τα γειτονικά αυτά κράτη δεν μπορεί να επεκτείνει τα χωρικά του ύδατα πέραν της μέσης γραμμής.
Η θέση αυτή, με βάση τη Σύμβαση της Γενεύης του 1958 είχε γίνει δεκτή και από την Τουρκία, με το Ν. 476/25.5.1964, σύμφωνα με το άρθρο 3 του οποίου αν η απόσταση των τουρκικών εδαφών από τα εδάφη γειτονικής χώρας είναι μικρότερη του συνολικού πλάτους των χωρικών υδάτων και των δύο χωρών, εφόσον δεν υπάρχει αντίθετη συμφωνία, η μέση γραμμή αποτελεί το σύνορο των τουρκικών χωρικών υδάτων.
Παρά ταύτα, η Τουρκία επέμεινε στις θέσεις της και, στο Ν. 2674 της 20.5.1982, ο οποίος αντικατέστησε τον Ν. 476 του 1964, όρισε, κατ'αντίθεση ττρος το άρθρο 3 του Ν. 476 - που υιοθετεί τις αρχές του άρθρου 12 της Συμβάσεως της Γενεύης του 1958 (άρθρο 15 της νέας Συμβάσεως του 1982) - ότι η αιγιαλίτιδα ζώνη της Τουρκίας και κρατών με ακτές συνεχόμενες με αυτή ή ακτές που βρίσκονται απέναντι αλλήλων οριοθετούνται με συμφωνίες. Οι συμφωνίες αυτές συνάπτονται λαμβανομένων υπόψη των ιδιομορφιών και γεωγραφικών συνθηκών κατά τρόπο σύμφωνο με την αρχή της επιείκειας (άρθρο 2).
Η διάταξη αυτή προσπαθεί να παρακάμψει, πέραν της αρχής της μέσης γραμμής, και οποιαδήποτε συμφωνία οριοθέτησης είχε συναφθεί στο παρελθόν.
Θέση της Τουρκίας είναι ότι κατά μήκος των κοινών ορίων FIRs Αθηνών και Istanbul, όπως συμφωνήθηκαν το 1950, σε δύο μόνο σημεία υπάρχουν συμφωνημένα ελληνοτουρκικά θαλάσσια σύνορα, στις εκβολές του ποταμού Έβρου (βάσει του Πρωτοκόλλου των Αθηνών της 3.11.1926) και νοτιοανατολικά της Ρόδου στην περιοχή της νήσου Μεγίστης, «Meis», όπου, βάσει του άρθρου 5 της Συμφωνίας της 4.1.1932 μεταξύ Ιταλίας – Τουρκίας, το κοινό θαλάσσιο σύνορο ορίζεται με αναφορά στο «μέση γραμμή».
Αλλά και με αναφορά στα δύο αυτά συμβατικά κείμενα, η Τουρκία δεν δέχεται σήμερα την προέκταση του κοινού ορίου στον Έβρο νοτιώτερα, στην ανοικτή θάλασσα,όπως επίσης δεν δέχεται ότι έχει τεθεί σε διεθνή ισχύ το Πρωτόκολλο της 28.12.1932 μεταξύ της Ιταλίας και της Τουρκίας, με το οποίο επιχειρείται οριοθέτηση θαλασσίων συνόρων στην ανοικτή θάλασσα.
Οι θέσεις βέβαια αυτές ανατρέπουν οποιαδήποτε συμφωνημένη οριοθέτηση των FIRs Αθηνών κσι Istanbul ως βάση συναγωγής συμπερασμάτων περί συμφωνημένων ελληνοτουρκικών θαλασσίων συνόρων στο βορειοανατολικό και νοτιοδυτικό Αιγαίο.
Για τους λόγους αυτούς, απαιτείται ειδικότερη εξέταση των Συμφωνιών του 1926 και 1932, σε σχέση με την Συνθήκη της Λωζάννης του 1923 περί ειρήνης.

α. – Οι ρυθμίσεις περί θαλασσίων ορίων στη Συνθήκη της Λωζάννης περί ειρήνης – το Πρωτόκολλο των Αθηνών του 1926
Η Τουρκία υποστηρίζει ότι η Συνθήκη της Λωζάννης του 1923 περί ειρήνης δεν περιλαμβάνει ρυθμίσεις που να οδηγούν σε μια συνολική και συμφωνημένη οριοθέτηση κοινών θαλασσίων συνόρων με την Ελλάδα.
Δέχεται όμως ότι τα άρθρα 2, 5, 6 και 12 της Συνθήκης αποτελούν τη βάση για ad hoc θαλάσσιες οριοθετήσεις.
Πράγματι, με βάση τα άρθρα 6 § 2 και 12 εδ. β΄, φαίνεται ότι ως γενικό κριτήριο θαλάσσιων οριοθετήσεων – αλλά και για τον προσδιορισμό ζωνών κυριαρχίας – λαμβάνεται το όριο των 3 ν.μ., στοιχείο που απέκλειε, για την εποχή εκείνη, οριοθετήσεις θαλασσίων συνόρων πέραν των 3 ν.μ., στην ανοικτή θάλασσα.
Ειδικότερα, όσον αφορά τα θαλάσσια όρια πέραν των εκβολών του ποταμού Έβρου και νοτίως, προς την ανοικτή θάλασσα, στο Αιγαίο, πρέπει να σημειωθούν τα εξής:
Το άρθρο 2 (2) προβλέπει ως κοινό όριο Ελλάδος – Τουρκίας μέχρι του Αιγαίου τον ρού του ποταμού Έβρου. Στο δε άρθρο 6 § 1 προσδιορίζεται ότι για τους πλωτούς ποταμούς, όπως ο Έβρος, ρους είναι η «μέση γραμμή της κυρίας αύλακος ναυσιπλοΐας».
Με αναφορά τα εις το άρθρο 2 περιγραφόμενα σύνορα, το άρθρο 5 προέβλεψε τη σύσταση μιάς «International Boundary Commission», η οποία, βασιζόμενη στους χάρτες 4 και 10 που είναι προσαρτημένοι στην αγγλική έκδοση της Συνθήκης της Λωζάννης, διαμόρφωσε χάρτη της ελληνοτουρκικής μεθορίου (League of Nations, T.S. No 16, 1923) με προέκταση νοτίως στο Αιγαίο με βάση και τα άρθρα 6 και 12 της Συνθήκης, εργαζόμενη κατά τα έτη 1925-1926.
Η διεθνής οριοθέτηση ξεκινά από τις εκβολές, ως άνω, του ποταμού Έβρου και προχωρεί νοτιοδυτικά, διαχωρίζοντας δυτικά τη Σαμοθράκη και τη Λήμνο και ανατολικά τη Λέσβο, τη Χίο και τη Σάμο, έναντι της τουρκικής ακτής ακολουθώντας τη μέση γραμμή μεταξύ των τριών τελευταίων νησιών και της ασιατικής ακτής.
Από τα ως άνω συμπεράσματα – προτάσεις της Επιτροπής, το Πρωτόκολλο των Αθηνών της 3.11.1926 συνεκράτησε μόνο την οριοθέτηση της αιγιαλίτιδας ζώνης μέχρις αποστάσεως 3 ν.μ. από τις εκβολές του Έβρου (βλ. και R.G.D.I.P. 1926, σελ. 319).
Η συμφωνηθείσα οριοθέτηση εμφανίζεται στο 4ο τμήμα του Πρωτοκόλλου, με τίτλο «Ορισμός Συνόρου», στο τελευταίο κεφάλαιο του οποίου προσδιορίζεται η «συνοριακή γραμμή». Στο συνημμένο χάρτη απεικονίζονται τα τελευταία 3 ν.μ. του συνόρου από την έξοδο του Έβρου προς τη θάλασσα.
Η Τουρκία, καίτοι αποδέχεται τη βάσει του Πρωτοκόλλου οριοθέτηση, αμφισβητεί την πέραν των 3 ν.μ., στην ανοικτή θάλασσα, προτεινόμενη από την Επιτροπή οριοθέτηση και υποστηρίζει ότι, όσον αφορά τα κοινά θαλάσσια όρια μεταξύ Μυτιλήνης, Χίου, Σάμου, έναντι της τουρκικής ακτής, η προτεινόμενη οριοθέτηση με βάση τη μέση γραμμή πρέπει να συμφωνηθεί, όπως το απαιτεί και ο Ν. 2674/1982.
Πέραν όμως αυτών, προβάλλει επιπρόσθετα ότι και η ως άνω συμφωνημένη οριοθέτηση πρέπει να αναθεωρηθεί, εφ’όσον έγινε σε χρόνο κατά τον οποίο ως βάση υπολογισμού είχε ληφθεί το όριο των 3 ν.μ., ενώ σήμερα τα δύο Κράτη έχουν στο Αιγαίο αιγιαλίτιδα ζώνη 6 ν.μ.

β. – Η συμφωνία Ιταλίας – Τουρκίας του 1932
Το δεύτερο συμφωνημένο, κατά την Τουρκία, σημείο κοινών θαλασσίων συνόρων προσδιορίσθηκε βάσει του άρθρου 5 της μεταξύ Ιταλίας – Τουρκίας Συμφωνίας της 4.1.1932, νοτιοανατολικά της Ρόδου στην περιοχή της νήσου «Μεγίστης» (Meis), όπου το κοινό θαλάσσιο σύνορο χαράχθηκε με αναφορά στη «μέση γραμμή».
Σχετικά, πρέπει να σημειωθούν τα εξής:
Η κυριαρχία υπέρ της Ιταλίας είχε μεταβιβασθεί με το άρθρο 15 της Συνθήκης της Λωζάννης περί ειρήνης και, μεταγενέστερα, λόγω διαφωνιών ως προς τον ακριβή προσδιορισμό των στοιχείων κυριαρχίας που μεταβιβάσθηκαν, τα δύο Κράτη συμφώνησαν (30.5.1929) να υποβάλουν υπό τη δικαιοδοσία του ΔΔΔΔ τη διαφορά ως προς την κυριαρχία στα νησιά μεταξύ των ακτών της Ανατολίας και των νησιών Kara Ada (στον κόλπο του Bodrum) και Καστελλόριζο και τη συναφή οριοθέτηση χωρικών υδάτων.
Σημειώνεται ότι τα «Ίμια» δεν απαριθμούντο μεταξύ των αμφισβητούμενης κυριαρχίας νησιών στη Συμφωνία της 30.5.1929 περί παραπομπής της διαφοράς στο ΔΔΔΔ.
Με τη Συμφωνία της 4.1.1932, διευκρινίσθηκε,στα άρθρα 1 και 3, η κυριαρχία στα Δωδεκάνησα και στην περιοχή του Καστελλόριζου, καθώς και η κυριαρχία επί του Kara Ada, και οριοθετήθηκαν θαλάσσια σύνορα μεταξύ Καστελλόριζου και των ακτών της Ανατολίας με αναφορά στους αγγλικούς υδρογραφικούς χάρτες 236, 872 και 1546.
Επίσης προσδιορίσθηκε, στο άρθρο 4, ότι όλες οι νήσοι, νησίδες και βραχονησίδες εκατέρωθεν της θαλάσσιας συνοριακής γραμμής, ανεξάρτητα αν αναγράφονται στη Συμφωνία η ονομασία τους, θα ανήκουν στο Κράτος που ασκεί κυριαρχία στην περιοχή όπου αυτές ευρίσκονται.
Τέλος, στο άρθρο 5 συμφωνήθηκε για το θαλάσσιο σύνορο η «μέση γραμμή» στην περιοχή της νήσου Μεγίστης.
Η Συμφωνία κυρώθηκε από την Τουρκία με το Ν. 2106/14.1.1933 και δημοσιεύθηκε και πρωτοκολλήθηκε στην ΚτΕ (138 LNTS 243, No 3191/24.5.1933). Κατόπιν τούτου, η διαδικασία ενώπιν του ΔΔΔΔ διακόπηκε (PCIJ, Ordonnance, 24.1.1933, Series A/B No 51).
Με τη Συμφωνία της 4.1.1932, έγινε κοινά αποδεκτή η οριοθέτηση θαλάσσιου συνόρου, με αναφορά στη μέση γραμμή, στην περιοχή της νήσου Μεγίστης και οριοθετήθηκαν θαλάσσια σύνορα στην περιοχή του Καστελλόριζου.
Τα δύο Μέρη, κατά την ημερομηνία υπογραφής της Συμφωνίας, επιβεβαίωσαν, με ανταλλαγή επιστολών, ότι δεν υπάρχουν πλέον διαφορές εδαφικής κυριαρχίας και συμφώνησαν να γίνει σύσταση προς τις Κυβερνήσεις να προχωρήσουν άμεσα, και κατ’εφαρμογή της Συνθήκης της Λωζάννης, στη χάραξη του υπολειπόμενου τμήματος της «ιταλο-τουρκικής μεθορίου η οποία, άλλωστε, δεν έγινε ποτέ αντικείμενο οποιασδήποτε αμφισβήτησης από τις δύο πλευρές». Συμφωνήθηκε η σύσταση τεχνικής ιταλο-τουρκικής επιτροπής για τον ακρινή προσδιορισμό των θαλασσίων σθνόρων μεταξύ Δωδεκανήσου και τουρκικής ακτής με προέκταση, νοτιοανατολικά προς το Καστελλόριζο (σε περιοχή ανοικτής θάλασσας!).
Μετά από αρκετές συσκέψεις, συνετάγη Πρακτικό (procès-verbal), που υπεγράφη στην Άγκυρα στις 28.12.1932. Με το Πρακτικό καθορίζεται γραμμή θαλάσσιου συνόρου σε περιοχές μέχρι 12 ν.μ. από τις απέναντι ακτές (νησιών και ακτής της Ανατολίας) και προσδιορίσθηκε η κυριαρχία των ευρισκομένων στην περιοχή νήσων, νησίδων και βραχονησίδων, με καθορισμό 37 ζευγών σημαιών αναφοράς, σύμφωνα με τους αγγικούς υδρογραφικούς χάρτες 236, 872 και 1546.
Σημειώνεται ότι, όσον αφορά τα «Ίμια», το θαλάσσιο σύνορο διέρχεται σε ίση απόσταση μεταξύ «Kardak» και «Kato I island» (σημ. 30).
Ταυτόχρονα όμως με την οριοθέτηση θαλασσίου συνόρου μεταξύ Δωδεκανήσου και τουρκικής ακτής, έγινε και προέκταση της συμφωνηθείσης, ως άνω, μέσης γραμμής νοτιοανατολικά προς το Καστελλόριζο, στην ανοικτή θάλασσα (!), δηλαδή, για να ενωθεί με το συμφωνηθεί θαλάσσιο σύνορο στην περιοχή του Καστελλόριζου με τη Συμφωνία της 4.1.1932.
Με το πρακτικό αυτό προστέθηκε ένα ακόμη σημείο συμφωνημένων θαλασσίων συνόρων, το οποίο όμως, δεκαετίες αργότερα, το 1996, η Τουρκία το αμφισβήτησε.
Έχει συνεπώς σημασία να εξετασθεί η νομική θέση του ως άνω Πρακτικού στις σχέσεις μεταξύ Ιταλίας – Τουρκίας με τις ρηματικές διακοινώσεις που αντηλλάγησαν μεταξύ των ετών 1933-1936.
Στην πρώτη ρηματική διακοίνωση Τουρκίας προς Ιταλία (3.1.1933), η Τουρκία δήλωσε ότι αποδέχεται το Πρακτικό και εγκρίνει την ως άνω συνοριακή οριοθέτηση και ρητά, αν αυτή γίνεται αποδεκτή και από την Ιταλία.
Στη δεύτερη ρηματική διακοίνωση της 27.6.1933, απαντητική της Ιταλίας προς Τουρκία, η Ιταλία αποδέχεται το Πρακτικό και εγκρίνει τη γραμμή οριοθέτησης και τους χάρτες, αλλά μόνο στο μέτρο που αυτή η γραμμή χρησιμεύει για τη χάραξη θαλασσίων συνόρων μεταξύ των δύο κρατών. Συνεπώς η Ιταλία θεωρεί ότι τμήμα της γραμμής κείται εκτός της συμφωνίας, διότι δεν ευρίσκεται μεταξύ των δύο ακτών. Δήλωσε δε ότι εγκρίνει το Πρακτικό και το χάρτη, όπως διορθώθηκε με την παρούσδα ρηματική διακοίνωση.
Είκοσι εννέα (29) μήνες αργότερα (!), στις 20.11.1935, η Τουρκία απάντησε στη ρηματική διακοίνωση της Τουρκίας της 27.6.1933. Η Τουρκία δήλωσε ότι δεν συμφωνεί με την απάλειψη, διότι η οριοθέτηση του τμήματος αυτού χρησιμεύει όχι μόνο για την οριοθέτηση των θαλασσίων συνόρων, αλλά προσδιορίζει και την υπαγωγή στην κυριαρχία της Τουρκίας των εδαφών που κείνται βορείως της γραμμής. Επιπρόσθετα δήλωσε ότι θεωρεί ότι η Συμφωνία της 4.1.1932 είναι μια συμπληρωματική της Συμθήκης της Λωζάννης του 1923, που σκοπεύει στον οριστικό προσδιορισμό κυριαρχίας νήσων, νησίδων και βραχονησίδων, μερικά από τα οποία ήταν υπό αμφισβήτηση. Συνεπώς, η Επιτροπή ώφειλε να χαράξει το σύνολο της συνοριακής γραμμής. Από την άποψη αυτή, το Πρακτικό της 28.12.1932 αποτελεί «αναπόσπαστο μέρος» (partie inhérente) της Συμφωνίας της 4.1.1932.
Δύο (2) σχεδόν μήνες αργότερα, στις 12.2.1936, η Ιταλία απάντησε ότι το επίμαχο τμήμα της συνοριακής γραμμής δεν χρησιμεύει για τον προσδιορισμό κυριαρχίας, αλλά οριοθετεί ζώνη ανοικτής θάλασσας που βρίσκεται απέναντι από την τουρκική ακτή. Στο Πρακτικό διασαφηνίζεται ότι η συνοριακή γραμμή χαράσσεται για τον προσδιορισμό της κτριαρχίας επί των κατεχομένων εδαφών και όχι «...pour séparer les eaux de la mer». Η Ιταλία πρόσθεσε ότι η εντολή της Επιτροπής υπέκειτο στην έγκριση των δύο Κυβερνήσεων. Συνεπώς, η Ιταλία δεν εγκρίνει το συγκεκριμένο τμήμα χάραξης στην ανοικτή θάλασσα, διότι δεν επιθυμεί να αναλάβει διμερείς δεσμεύσεις που θα μπορούσαν να μη γίνουν δεκτές από τρίτους.
Στη ρηματική διακοίνωσή της της 26.9.1936, η Τουρκία έκανε δεκτές τις ιταλικές θέσεις: δέχεται ότι δεν υπάρχει ιταλικό έδαφος έναντι των τουρκικών ακτών στο συγκεκριμένο τμήμα χάραξης στην ανοικτή θάλασσα και συνεπώς η Τουρκική Κυβέρνηση συμμερίσθηκε την ιταλική θέση όσον αφορά την «…inopportunité de toute délimitation en mer libre».
Τέλος, στην τελευταία ρηματική διακοίνωσή της προς Τουρκία (28.11.1936), η Ιταλία διαπιστώνει ότι το θέμα των οριοθετήσεων έχει λυθεί, εφ’όσον και η Τουρκία αποδέχεται την ιταλική θέση.
Μετά την ανταλλαγή των ρηματικών διακοινώσεων, η νομική εικόνα εμφανίζεται ως εξής:
Με την από 3.1.1933 διακοίνωσή της, η Τουρκία εμφανίζεται να συμφωνεί και να αποδέχεται το Πρακτικό και εξακολουθεί να επιμένει προς τούτο με την από 20.11.1935 διακοίνωσή της.
Η Ιταλία, εξάλλου, καίτοι εν μέρει αποδέχεται και αυτή το πρακτικό με την από 27.6.1933 διακοίνωσή της, εν τούτοις διαφωνεί ως προς το σκέλος που αποτυπώνει οριοθετήσεις στην ανοικτή θάλασσα.
Στις 26.9.1936, η Τουρκία αποδέχεται τις ιταλικές αντιρρήσεις ως προς τις οριοθετήσεις στην ανοικτή θάλασσα.
Στην τελευταία ρηματική της διακοίνωση προς Τουρκία (28.11.1936), η Ιταλία διαπιστώνει ότι το θέμα των οριοθετήσεων έχει λυθεί, εφ’όσον και η Τουρκία αποδέχεται την ιταλική θέση για μη οριοθετήσεις στην ανοικτή θάλασσα.
Συνεπώς, το πρακτικό πρέπει να θεωρηθεί ως τελικώς συμφωνηθέν με την αποδοχή από την Τουρκία, στις 26.9.1936, της ιταλικής θέσεως.
Η ισχύς του Πρακτικού, κατά περιεχόμενο, καταλαμβάνει μόνο το συμφωνηθέν μέρος που αφορά οριοθετήσεις θαλασσίων συνόρων μεταξύ των Δωδεκανήσων και της Τουρκικής ακτής και όχι την επέκταση της οριοθέτησης στην ανοικτή θάλασσα.
Με βάση όλα τα ανωτέρω, βασίμως μπορεί να προβληθεί ότι η Τουρκία δεν νομιμοποιείται σήμερα να προβάλει τον ισχυρισμό ότι Πρακτικό ουδέποτε τέθηκε σε ισχύ αφού δεν πρωτοκολλήθηκε, όπως το απαιτεί το άρθρο 18 του Καταστατικού της Κοινωνίας των Εθνών.
Πλην του ότι το άρθρο 18 ποτέ δεν εφαρμόσθηκε με αυστηρότητα και μάλλον ατόνησε , πρέπει να επισημανθεί ότι ήταν η Τουρκία που αποδέχθηκε πρώτη (3.1.1933) το Πρακτικό, ως «αναπόσπαστο μέρος» της Συμφωνίας της 4.1.1932 και, τελικά, με τη διαφορά μεταξύ Ιταλίας – Τουρκίας να έχει λυθεί (28.11.1936), πρέπει να θεωρείται, όπως το διαπιστώνει και η Ιταλία (28.11.1936), ότι το Πρακτικό έχει τελικά γίνει αποδεκτό και από τις δύο πλευρές.
Εκείνο όμως το οποίο πρέπει επίσης να συγκρατηθεί από την ανταλλαγή των ρηματικών διακοινώσεων μεταξύ Τουρκίας-Ιταλίας είναι η τελική σύμπτωση των θέσεών τους ως προς το ότι δεν είναι δυνατόν να γίνονται οριοθετήσεις θαλασσίων συνόρων στην ανοικτή θάλασσα.
Εκ της μη ισχύος του Πρακτικού ως προς το σημείο αυτό, συνάγεται ότι από το σύνολο των οριοθετήσεων θαλασσίων συνόρων που επιχειρήθηκαν με τη συμφωνία της 4.1.1932 και το Πρακτικό της 28.12.1932 δεν έγινε, τελικά, αποδεκτή η οριοθέτηση που περιλαμβάνει το τμήμα της ανοικτής θάλασσας νοτιοανατολικά της νήσου Μεγίστης μέχρι το θαλάσσιο σύνορο στην περιοχή του Καστελλόριζου.
Η μη αποδοχή, τελικά, της οριοθέτησης στο τμήμα αυτό της ανοικτής θάλασσας προσομοιάζει με την επιχειρηθείσα κατά τα έτη 1925-1926 οριοθέτηση, από τη Μικτή Επιτροπή του άρθρου 5 της Συνθήκης της Λωζάννης περί ειρήνης, της κοινής ελληνοτουρκικής μεθορίου με προέκταση, και πέραν των 3 ν.μ. από τις εκβολές του Έβρου, στην ανοικτή θάλασσα (!). Το τμήμα αυτό της οριοθέτησης δεν περιελήφθη στο Πρωτόκολλο της 3.11.1926 και έκτοτε αμφισβητείται από την Τουρκία.

Δ. Ο αμυντικός προσανατολισμός της οργάνωσης του εναερίου χώρου υπό αμφισβήτηση
1. Μέτρα αμυντικής προοπτικής και ασφάλειας
Εκ της λειτουργικότητάς της – έλεγχος εναέριας κυκλοφορίας - , η οριοθέτηση, υπό την ευθύνη ενός παράκτιου κράτους, μιάς Περιοχής Πληροφόρησης Πτήσεων προσφέρει αυξημένα αισθήματα ασφάλειας για την άμυνα του παράκτιου Κράτους.
Πράγματι, ο έλεγχος – με τη μορφή της κατάθεσης σχεδίου πτήσεως – των αεροσκαφών, πολιτικών, κρατικών και στρατιωτικών, που προσεγγίζουν την οριογραμμή του FIR, πολύ πέραν δηλαδή, των εθνικών συνόρων, προσδίδει στην αεράμυνα – ποιοτικά και ποσοτικά – το στοιχείο της «έγκαιρης προειδοποίησης».
Είναι χαρακτηριστικό ότι το Ηνωμένο Βασίλειο, κατά την Περιοχική Συνδιάσκεψη Αεροναυτιλίας των Παρισίων, του 1952, επεδίωξε – και το πέτυχε – την οριοθέτηση πέριξ της Μάλτας και της Κύπρου, εδαφών - τότε – υπό την επικυριαρχία της, διευρυμένων ζωνών FIR με δεδομένη τη στρατηγική σημασία των δύο αυτών νήσων στη Μεσόγειο.
Η οριοθέτηση διευρυμένης ζώνης υπό την ευθύνη του Nicosia FIR έφερε σε μειονεκτική θέση το Λίβανο (Beirut FIR), τη Συρία (Damascus FIR) και το Ισραήλ (Lod FIR), κράτη στα οποία δόθηκε πολύ περιορισμένη ζώνη FIR πέραν των χωρικών τους υδάτων.
Τα κράτη αυτά έκτοτε επιδιώκουν την αναδιάταξη των ορίων των FIRs της Περιοχής, ώστε με μείωση των ανατολικών ορίων του Nicosia FIR να διευρυνθούν τα δυτικά όρια των υπό την ευθύνη των FIRs και να λειτουργεί υπέρ της εθνικής τους αεράμυνας το στοιχείο της «έγκαιρης προειδοποίησης». Το γεγονός όμως ότι δεν συμφωνούν, πολιτικά, μεταξύ τους αποδυναμώνει τη δυναμική των ενεργειών τους προς τον ICAO.
Στη λογική, άλλωστε, της ενδυνάμωσης του στοιχείου της έγκαιρης προειδοποίησης υπακούουν παράτυπες ενέργειες, όπως η εγκαθίδρυση «Air Defense Identification Zones», η ανακήρυξη απαγορευμένων ζωνών στο διεθνή εναέριο χώρο, και η αμφισβήτηση αρμοδιοτήτων των αρμόδιων αρχών γειτονικού FIR – περίπτωση της τουρκικής ΝΟΤΑΜ 714/1974.
Στην ίδια λογική υπακούουν και νόμιμα, εξ επόψεως διεθνούς δικαίου, μέτρα, όπως η ενίσχυση της ασφάλειας του εναερίου χώρου με την ενεργοποίηση διαδικασιών αναγνώρισης-αναχαίτησης αεροσκαφών που κινούνται κατά παραβίαση των διεθνών αεροναυτικών κανονισμών, η πιστή εφαρμογή των ρυθμίσεων περί πολιτικο-στρατιωτικού συντονισμού προκειμένου να διατεθεί χώρος για στρατιωτικές χρήσεις σε γειτονικό κράτος, το προτεινόμενο από τον ICAO θεσμικό πλαίσιο για την οργάνωση διασυνοριακής συνεργασίας αμοιβαίας ενημέρωσης και εξυπηρέτησης πτήσεων και η κατάταξη του υπό την ευθύνη του παράκτιου Κράτους, εντός της Περιοχής FIR, διεθνούς εναερίου χώρου σε κατηγορίες (classification of airspace, Annex 11, σημ. 2.6), όπου ασχέτως του αν το δεδομένο, κατά περίπτωση, τμήμα κατατάσσεται, π.χ., στην κλάση «G» απαιτείται πάντοτε η κίνηση αεροσκαφών – και εντός μη ελεγχόμενου εναερίου χώρου – πάντοτε υπό την προϋπόθεση της κατάθεσης σχεδίου πτήσεως.
Να σημειωθεί ότι η Ελλάδα δεν έχει κάνει ακόμη χρήση της προβλεπόμενης από τον ICAO, ως άνω, ευχέρειας (!)

2. Περιορισμοί και ελεγχόμενη χρήση – λόγω «αποστρατικοποίησης» (!) – ζωνών εναερίου χώρου
Όμως, αμυντικό προσανατολισμό έχουν, μεταξύ δύο Κρατών με σχέσεις «κακής γειτονίας», και τα προβαλλόμενα αιτήματα περί εν ισχύι διεθνών υποχρεώσεων διατήρησης ορισμένων ζωνών υπό καθεστώς «ουδετεροποίησης» ή «αποστρατικοποίησης», γεγονός που επηρεάζει την εγκαθίδρυση και λειτουργία αεροδιαδρόμων στις εν λόγω περιοχές, αφού μέσω αυτών διακινούνται και στρατιωτικά αεροσκάφη.
Πράγματι, η Τουρκία προβάλλει και σε διμερές επίπεδο, αλλά και ενώπιν του ICAO, του ΙΜΟ και του ΝΑΤΟ, ότι:

α. Βάσει του άρθρου 13 της Συνθήκης της Λωζάννης «περί ειρήνης», έχει επιβληθεί καθεστώς «μειωμένης στρατιωτικής παρουσίας» της Ελλάδας στα νησιά Μυτιλήνη, Χίο, Σάμο και Ικαρία ως ακολούθως:
Πέραν όμως των προβλεπόμενων μέτρων, η Τουρκία ισχυρίζεται ότι το μερικό, έστω, ως άνω καθεστώς αποστρατικοποίησης πρέπει να εφαρμοσθεί κατά τρόπο ωστε να αποκλείονται οι αεροναυτικές διευκολύνσεις εδάφους και διαδρομών υπεράνω των νησιών, και συνεπώς, στα πλαίσια του ICAO, προβάλλει «objections» σε οποιαδήποτε πρόταση της Ελλάδος για διέλευση αεροδιαδρόμων από την περιοχή.

β. Βάσει του άρθρου 14 της Συνθήκης ειρήνης των Παρισίων (1947), τα Δωδεκάνησα περιέρχονται κατά κυριαρχία στην Ελλάδα, αλλά με την επιβολή της υποχρέωσης «να αποστρατικοποιηθούν και να παραμείνουν αποστρα-τικοποιημένα».

Η έννοια της αποστρατικοποίησης προσδιορίζεται κατά περιεχόμενο από το άρθρο «D» του Παραρτήματος ΧΙΙΙ της Συνθήκης και περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, «εγκαταστάσεις πολεμικής αεροπορίας...» και τη μη «χρησιμοποίηση βάσεων από την πολεμική αεροπορία».
Η Τουρκία, καίτοι μη συμβαλλόμενο μέρος, θεωρεί ότι η ρήτρα περί αποστρατικοποίησης εξυπηρετεί της ασφάλειά της και, συνεπώς, εφ’όσον λειτουργεί και υπέρ τρίτου Κράτους δικαιούται να την επικαλείται.
Στα πλαίσια αυτά, επιζητεί την «ελεγχόμενη χρήση» των αεροδιαδρόμων G18 και R19 που διέρχονται από την περιοχή και με ΝΟΤΑΜs προς τις αρμόδιες ελληνικές αρχές ζητά τη μεταβίβαση και προς την τουρκική «ΥΠΑ» των σχεδίων πτήσεως των αεροσκαφών που διέρχονται μέσω των ως άνω αεροδιαδρόμων, ώστε να διασφαλίζεται ότι δεν χρησιμοποιούνται και από στρατιωτικά αεροσκάφη.

γ. Τέλος, η Τουρκία επιμένει ότι η «ουδετεροποίηση» των νήσων Σαμοθράκης και Λήμνου που είχε επιβληθεί με το άρθρο 4 § 3 της Συνθήκης της Λωζάννης της 24.7.1923 για το «καθεστώς των Στενών» εξακολουθεί να ισχύει.
Στα πλαίσια της «ουδετεροποίησης», εκ του άρθρου 4, είχε επιβληθεί στην Ελλάδα, βάσει του άρθρου 6, η υποχρέωση μειωμένης στρατιωτικής παρουσίας στα ως άνω νησιά, η απαγόρευση εγκατάστασης αεροναυτικών βάσεων και περιορισμοί στην κίνηση στρατιωτικών αεροσκαφών όσον αφορά τη μεταφορά στρατιωτικού προσωπικού.
Κατόπιν τούτου, η Τουρκία προβάλλει επιμόνως ενώπιον του ICAO «objection» σε κάθε πρόταση της Ελλάδος για διέλευση υπεράνω της Λήμνου αεροδιαδρόμων, και τα επιχειρήματά της έχουν τύχει ευμενούς αποδοχής σε σχέση με τις διαδικασίες έγκρισης των αεροδιαδρόμων G18 και Β7 (Απόφ. Συμβουλίου ICAO 114/15 του 1985 και 121/11 του 1987).

Σχετικά πρέπει να σημειωθούν τα εξής:
Πράγματι, οι ως άνω υποχρεώσεις είχαν επιβληθεί στην Ελλάδα με τα άρθρα 4 και 6 της Συνθήκης της Λωζάννης για το καθεστώς των Στενών.
Όμως, μεταγενέστερα, η Συνθήκη του Montreux της 20.7.1936 για τα Στενά εγκαθίδρυσε ένα καθεστώς ελεγχόμενης από την Τουρκία, για «λόγους ασφαλείας της», ελευθερίας ναυσιπλοΐας (Προοίμιο, 2η παράγρ.), υποκατέστησε (Προοίμιο, 3η παράγρ.) τη Συνθήκη της Λωζάννης του 1923 για το καθεστώς των Στενών και επέτρεψε στην Τουρκία τον «άμεσο επανεξοπλισμό της ζώνης των Στενών», η οποία είχε «ουδετεροποιηθεί» βάσει του άρθρου 4 § 1 της Συνθήκης του 1923 (Πρόσθετο Πρωτόκολλο, άρθρο 1).
Το ζητούμενο είναι αν η Συνθήκη του Montreux, υποκαταστήσασα τη Συνθήκη της Λωζάννης, κατήργησε και το καθεστώς «ουδετεροποίησης» των νήσων Σαμοθράκης και Λήμνου (εκ του άρθρου 4 § 3 της Συνθήκης της Λωζάννης), καίτοι ουδεμία μνεία γίνεται περί αυτού στο κείμενο της Συνθήκης του Montreux και στο πρόσθετο αυτής Πρωτόκολλο.
Στη Συνθήκη του Montreux και στο Πρωτόκολλο, όμως, δεν γίνεται καμμία μνεία επίσης για την κατάργηση (εκ του άρθρου 4 § 2 της Συνθήκης της Λωζάννης) της ουδετεροποίησης «των νήσων της Προποντίδος, πλην της νήσου Καλολίμνου», δεδομένου ότι η Συνθήκη του Montreux και το Πρόσθετο σ’αυτή Πρωτόκολλο αναφέρεται ευθέως μόνο στη «ζώνη των Στενών» (άρθρο 4 § 1 της Συνθήκης της Λωζάννης).

Σχετικά πρέπει να παρατηρηθούν τα εξής:
Η Τουρκία, μετά την υποβολή, στις 11.4.1936, της Ρηματικής Διακοίνωσης με την οποία ζητούσε σύγκληση Διπλωματικής Συνδιάσκεψης για την αναθεώρηση του «καθεστώτος των Στενών», φαίνεται, από τη διπλωματική της αλληλογραφία με την Ελλάδα, ότι αντιμετώπιζε θετικά τον επανεξοπλισμό από την Ελλάδα, όχι μόνο των νήσων Σαμοθράκης και Λήμνου, αλλά και «άλλων νήσων του Αιγαίου» (Τηλεγράφημα Επιτετραμένου Ελληνικής Πρεσβείας στην Άγκυρα, υπ’αριθμ. 936/17.4.1936).
Λίγες μέρες όμως αργότερα, περιόριζε τη συναίνεσή της μόνο όσον αφορά τα δύο ως άνω νησιά του άρθρου 4 § 3 της Συνθήκης της Λωζάννης για τα Στενά, ενώ όσον αφορά τα «άλλα νησιά», για τα οποία υπάρχουν περιοριστικές ρυθμίσεις στο άρθρο 13 της Συνθήκης της Λωζάννης «περί ειρήνης» (Μυτιλήνη, Χίος, Σάμος, Ικαρία), παρέπεμπε σε ενδεχόμενες μεταγενέστερες διευθετήσεις, «εφ’όσον το θέμα θα ανεκινείτο από την Ελλάδα» (Επιστολή Τούρκου Πρέσβυ στην Αθήνα, της 6.5.1937, προς τον Έλληνα Πρωθυπουργό).
Η θετική αυτή στάση υπέρ του επανεξοπλισμού των νήσων Σαμοθράκης και Λήμνου εξεδηλώθη και μετά την υπογραφή της Συνθήκης του Montreux, με δήλωση του Υπουργού Εξωτερικών Αράς, κατά τη διοάρκεια συνεδριάσεως της Τουρκικής Εθνοσυνέλευσης στην Άγκυρα (31.7.1936), σύμφωνα με την οποία «οι ρυθμίσεις της Συνθήκης της Λωζάννης για τα Στενά έχουν καταργηθεί από τη Συνθήκη του Montreux».
Μετά όμως το 1974, η θέση της Τουρκίας επί του θέματος άλλαξε ριζικά. Θεωρεί, πλέον, ότι η Συνθήκη του Montreux εξάντλησε τα αποτελέσματά της με το άρθρο 1 του Πρόσθετου Πρωτόκολλου περί άμεσου επανεξοπλισμού της «ζώνης των Στενών» (άρθρο 4 § 1 ( !) της Συνθήκης της Λωζάννης για τα Στενά) και ότι κατ’ουδένα τρόπο κατάργησε τη διάταξη περί «ουδετεροποίησης» των νήσων Σαμοθράκης και Λήμνου (άρθρο 4 § 3 της Συνθήκης του 1923 για τα στενά).
Επιπλέον, σήμερα, η Τουρκία θεωρεί ότι η αναφορά του άρθρου 12 της Συνθήκης της Λωζάννης του 1923 «περί ειρήνης» στην Απόφαση της 13.2.1914 των «Έξι Δυνάμεων», που κοινοποιήθηκε στην Ελλάδα την ίδια μέρα, τη διατηρεί σε ισχύ και όσον αφορά την αναγνώριση κυριαρχίας της Ελλάδας «επί των νήσων της Ανατολικής Μεσογείου που ήσαν υπό την κατοχή της Ελλάδας κατά την ημερομηνία αυτή», αλλά και όσον αφορά του όρους υπό τους οποίους δίδεται, δηλαδή ότι τα νησιά αυτά δεν «θα οχυρωθούν ούτε θα χρησιμοποιηθούν για ναυτικούς ή στρατιωτικούς σκοπούς...», με αποτέλεσμα η Τουρκία να προβάλει το επιχείρημα ότι, ασχέτως των σχέσεων υποκατάστασης, ολικώς ή μερικώς, της Συνθήκης του Montreux στη Συνθήκη της Λωζάννης για το καθεστώς των στενών, τα νησιά Σαμοθράκη αι Λήμνος εξακολουθούν να υπάγονται στους όρους μεταφοράς της κυριαρχίας προς την Ελλάδα που θέτει η Απόφαση της 13.2.1914, δηλαδή της μη οχύρωσης και της μη χρησιμοποίησης για ναυτικούς ή στρατιωτικούς σκοπούς (!)
Μάλιστα η Τουρκία διατέινεται ότι, επειδή το άρθρο 12 της Συνθήκης της Λωζάννης, παραπέμποντας στην Απόφαση της 13.2.1914 των Έξι Δυνάμεων, αναφέρεται ενδεικτικά στα νησιά («ιδία...») Λήμνο, Σαμοθράκη, Χίο, Μυτιλήνη, Σάμο και Ικαρία, ενώ η Απόφαση αναφέρεται σε νησιά που κατείχοντο από την Ελλάδα κατά την ημερομηνία της 13.2.1914, και με βάση το πραγματικό γεγονός ότι, κατά το χρόνο αυτό, υπό την κατοχή της Ελλάδας υπήρχαν και άλλα νησιά, όπως ο Άγιος Ευστράτιος, οι Φούρνοι, οι Οινούσαι και τα Ψαρά, το καθεστώς, τελικά, αποστρατικοποίησης εκ της Απόφασης της 13.2.1914 – όπως επικυρώθηκε από το άρθρο 12 της Συνθήκης της Λωζάννης περί ειρήνης – επεκτείνεται και σε αυτά τα νησιά, ή και σε όσα άλλα κατείχοντο υπό της Ελλάδας κατά την ως άνω ημερομηνία (!)

Ε. Τουρκικές επιδιώξεις και επίλυση «διαφορών»
Πάγια επιδίωξη της Τουρκίας είναι να παρουσιάσει το Αιγαίο ως θαλάσσιο και εναέριο χώρο ειδικών συνθηκών, του οποίου το νομικό καθεστώς θα έπρεπε να ρυθμιστεί εκτός πλαισίου δικαίου της θάλασσας, δικαίου του εναέριου χώρου και κανονισμών ICAO, με βάση ειδικές, συμφωνημένες ρυθμίσεις, μεταξύ των ενδιαφερόμενων κρατών.
Όλες οι κατά καιρούς «διαφορές» της με την Ελλάδα - με εξαίρεση τη διαφορά για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας - συνιστούν μονομερείς διεκδικήσεις σε βάρος των Ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων ή δικαιωμάτων και ευθυνών εκχωρημένων στην Ελλάδα από τη διεθνή κοινότητα.
Σύμφωνα με τις Τουρκικές θέσεις, η αναζήτηση μιάς «αντικειμενικά δίκαιας» (equitable) διευθέτησης των «διαφορών» με την Ελλάδα, προϋποθέτει την αμοιβαία αναγνώριση νόμιμων δικαιωμάτων στο Αιγαίο έξω από τα χωρικά ύδατα - και ότι αμοιβαία αποδεκτές λύσεις θα μπορούσαν να βρεθούν μόνο στη βάση ενός συμβιβασμού, με εφαρμογή της αρχής της ευθυδικίας.
Επιχειρείται, δηλαδή «διόρθωση», υπέρ της Τουρκίας, με συμφωνία επί διμερούς βάσεως με την Ελλάδα, του ήδη κατοχυρωμένου με διεθνείς συνθήκες νομικού καθεστώτος του Αιγαίου.
Οι προβαλλόμενες, σήμερα, από την Τουρκία αμφισβητήσεις των γενομένων από αυτή δεκτών οριοθετήσεων – ύστερα μάλιστα από δύο κωδικοποιήσεις του διεθνούς δικαίου του εναερίου χώρου (το 1919 και το 1944) και δύο αντίστοιχες κωδικοποιήσεις του δικαίου της θάλασσας (το 1958 και το 1982) – δημιουργούν, παρά την, αναμφισβήτητα, ισχυρή ελληνική νομική επιχειρηματολογία, «νομικές» διαφορές επιδεκτικές «πολιτικής συμφωνίας» - όπως το επιζητεί η Τουρκία – ή δικαστικής εκτίμησης από διεθνές δικαιοδοτικό ή διαιτητικό όργανο (Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, Διαρκές Διαιτητικό Δικαστήριο ή Συμβούλιο ICAO, με τη διαδικασία του άρθρου 84).
Στην τελευταία αυτή περίπτωση, κάθε συμβαλλόμενο στη Σύμβαση του Σικάγου κράτος, μεταξύ του οποίου και ενός άλλου ή περισσοτέρων κρατών ανακύπτει διαφωνία ως προς την ερμηνεία ή την εφαρμογή της Συμβάσεως, έχει τη διαδικαστική ευχέρεια, αν η διαφορά αυτή δεν μπορεί να διευθετηθεί με διαπραγματεύσεις, να ζητήσει, με μονομερή προσφυγή βάσει του άρθρου 84 της Συμβάσεως, την επίλυση της διαφοράς από το Συμβούλιο (δικαιοδοτική αρμοδιότητα του Συμβουλίου). Η απόφαση του Συμβουλίου μπορεί να εφεσιβληθεί ενώπιον ειδικού διαιτητικού δικαστηρίου, σύμφωνα με τα άρθρα 84 και 85, ή ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης (για τη διαδικασία ενώπιον του Συμβουλίου εφαρμόζονται οι κανόνες επίλυσης των διαφορών που διαμορφώθηκαν από το Συμβούλιο το 1957 (Rules for the settlement of differences, of April 9,1957, ICAO Doc. 7559/5,1980, 5η έκδοση).
Σε περίπτωση όμως δικαιοδοτικής επίλυσης των προβαλλόμενων διαφορών, η αμφισβήτηση οριοθετήσεων ζωνών λειτουργικών αρμοδιοτήτων, όπως η Περιοχή Πληροφόρησης Πτήσεων (FIR) ή η Ζώνη ευθύνης για έρευνα-διάσωση (SAR) ή ζωνών ασκήσεως επιμέρους κυριαρχικών δικαιωμάτων, όπως η υφαλοκρηπίδα, συμπαρασύρει στη διαδικασία ενώπιον του διεθνούς δικαστικού ή διαιτητικού οργάνου το σύνολο των διεθνών συνθηκών που διέπουν το καθεστώς της περιοχής. Και αυτό, διότι οι «ζώνες» κυριαρχίας ή δικαιοδοσίας «επικάθηνται» του εδαφικού καθεστώτος.
Μάλιστα στην περίπτωση προσφυγής ενώπιον του Συμβουλίου του ICAO, βάσει της διαδικασίας του άρθρου 84, το προσφεύγον – και δη μονομερώς! – Κράτος μπορεί να παρασύρει το άλλο στην εξέταση, ενώπιον του Συμβουλίου ICAO, ή, κατ’ έφεσιν, ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, των ειδικότερων στοιχείων της εδαφικής του συγκρότησης, και με διαδικασίες στις οποίες υποβάλλεται χωρίς τη συναίνεσή του!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου